πούνεντες
Смотреть что такое "πούνεντες" в других словарях:
πουνέντες — και πουνέντης και πονέντης και μπουνέντης, ο, Ν 1. δυτικός άνεμος, ζέφυρος 2. η δύση, η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνέντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ponente «δυτικός»] … Dictionary of Greek
πουνέντες — ο βλ. πονέντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊστροπουνέντες — ο κοινή ονομασία τού ανέμου σκιρωνοζεφύρου, που πνέει από δυτικές έως βορειοδυτικές διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαΐστρος + πουνέντες] … Dictionary of Greek
πονέντες — ο, Ν βλ. πουνέντες … Dictionary of Greek
πουνεντογάρμπης — και πονεντογάρμπης και μπουνεντογάρμπης, ο, Ν 1. νοτιοδυτικός άνεμος, λιβοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνέντες + γαρμπής «νοτιοδυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
πονέντες — ο και πουνέντες, ο (λ. ιταλ.), δυτικός άνεμος, ζέφυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)