πούνεντες

πούνεντες
πούνεντης ο см. πονέντες

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πούνεντες" в других словарях:

  • πουνέντες — και πουνέντης και πονέντης και μπουνέντης, ο, Ν 1. δυτικός άνεμος, ζέφυρος 2. η δύση, η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνέντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ponente «δυτικός»] …   Dictionary of Greek

  • πουνέντες — ο βλ. πονέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαϊστροπουνέντες — ο κοινή ονομασία τού ανέμου σκιρωνοζεφύρου, που πνέει από δυτικές έως βορειοδυτικές διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαΐστρος + πουνέντες] …   Dictionary of Greek

  • πονέντες — ο, Ν βλ. πουνέντες …   Dictionary of Greek

  • πουνεντογάρμπης — και πονεντογάρμπης και μπουνεντογάρμπης, ο, Ν 1. νοτιοδυτικός άνεμος, λιβοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνέντες + γαρμπής «νοτιοδυτικός άνεμος»] …   Dictionary of Greek

  • πονέντες — ο και πουνέντες, ο (λ. ιταλ.), δυτικός άνεμος, ζέφυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»